- στραγγαλίς
- -ίδος ἡ N 3 0-1-0-0-0=1 JgsB 8,26chain (ornament in the shape of a knot)
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
στραγγαλίς — ίδος, ἡ, ΜΑ πολύπλοκος κόμπος αρχ. 1. σοφιστική, παγιδευτική ερώτηση 2. σκλήρωμα σε κάποιο σημείο τού σώματος 3. είδος κοσμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη* + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
στραγγαλίδας — στραγγαλίς intricate knot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγαλίδες — στραγγαλίς intricate knot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγαλίδων — στραγγαλίς intricate knot fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՄԵՀԵՒԱՆԴ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 0246 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. χλιδών, στραγγαλίς, ψέλλιον կամ ἑμπλόκιον torques, monile եւն. Բահուանդ. զարդ կանացի, որպէս քայռ, մանեակ, քօղէք, լանջագեղ կամար. ապարանջանք բազկաց եւ սրունից. *Ոսկի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)